γόμφου

γόμφου
γόμφος
bolt
masc gen sg
γομφόω
fasten with bolts
pres imperat act 2nd sg
γομφόω
fasten with bolts
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γομφίος — ο (AM γομφίος) [γόμφος] δόντι που έχει σχήμα γόμφου, τραπεζίτης αρχ. δόντι κλειδιού …   Dictionary of Greek

  • εφηλίδα — η (ΑΜ ἔφηλις και ἐφηλίς, Α ιων. τ. ἔπηλις) μικρή κηλίδα τού προσώπου, υποκάστανου ή υποκίτρινου χρώματος, κν. φακίδα νεοελλ. (ναυπ.) μικρή μεταλλική περόνη που χρησιμοποιείται στη ναυπηγική για τη συγκράτηση γόμφου ή άλλου αντικειμένου αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”